εναρμόνιση

εναρμόνιση
η
1. η πράξη τού εναρμονίζω, το να κάνει κανείς κάτι ταιριαστό, αρμονικό, και μτφ. το να κάνει κανείς κάτι να συμφωνήσει, να ταιριάσει, να ευθυγραμμισθεί με άλλο
2. μουσ. η προσαρμογή τής κατάλληλης μουσικής αρμονίας, τής αρμονικής συνοδείας σ' ένα μελωδικό θέμα
3. (επικοιν.) η διασύνδεση δύο συστημάτων επικοινωνίας κατά τρόπο ώστε να μη χάνεται η πληροφορία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εναρμόνιση — η 1. το να κάνει κανείς κάτι εύρυθμο, μελωδικό, αρμονικό (κυριολ. και μτφ.). 2. (μουσ.), η προσαρμογή της κατάλληλης μουσικής αρμονίας σε μελωδικό θέμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • ΝΑΤΟ — Εξελληνισμένος τύπος του αρκτικόλεξου ΝΑΤΟ (North Atlantic Treaty Organization), δηλαδή Οργάνωση Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Σύμφωνο που συνήψαν στην Ουάσινγκτον (τον Απρίλιο του 1949) 12 χώρες της Ευρώπης και Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής,… …   Dictionary of Greek

  • αρμόνιση — η (και σις, [ εως]) η εναρμόνιση, ο συντονισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρμονίζω. Ο όρος αρμόνισις μαρτυρείται από το 1895 από τον Σ. Σπάθη στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • διαλεκτική — Η «τέχνη του διαλέγεσθαι» κατά την ετυμολογία του όρου. Γενικότερα ο όρος δ. υποδηλώνει την αντιπαραβολή των αντιθέσεων και την ανάπτυξη του διαλόγου τους, με αποτέλεσμα την άρση, την εναρμόνιση ή τη νέα σύνθεσή τους. Η δ. υπήρξε μέθοδος τόσο των …   Dictionary of Greek

  • ενάρμοση — η (AM ἐνάρμοσις) εφαρμογή, προσαρμογή, συμμόρφωση νεοελλ. μελωδική σύνθεση, εναρμόνιση αρχ. εύρυθμη σύνθεση, εναρμογή …   Dictionary of Greek

  • εξάρτυση — η (Α ἐξάρτυσις) [εξαρτύω] νεοελλ. το σύνολο τών ατομικών αντικειμένων που κουβαλά κατά την πορεία ο στρατιώτης με στολή εκστρατείας, εκτός από το όπλο του, δηλ. ο γυλιός με το περιεχόμενό του, ο ζωστήρας, οι φυσιγγιοθήκες, το σακίδιο τών τροφίμων …   Dictionary of Greek

  • εξομαλισμός — ο (AM ἐξομαλισμός) [εξομαλίζω] η εξομάλυνση νεοελλ. γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο τα σπανιότερα ή τα λιγότερα τείνουν να αφομοιωθούν προς τα ομαλότερα αρχ. μσν. 1. η μείωση τών δυσχερειών ενός κειμένου, η ερμηνεία 2. προσαρμογή, εναρμόνιση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”